- μαλόβαθρον
μαλόβαθρον, τό, = μαλάβαϑρον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλόβαθρον, τό, = μαλάβαϑρον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαλάβαθρον — και μαλόβαθρον, τὸ (Α) αρωματικό ινδικό φυτό, πιθ. είδος τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. < αρχ. ινδ. tamāla pattra «τα φύλλα τού δέντρου tamāla », το οποίο μεταγράφηκε στην Ελληνική ως μαλάβαθρον (πρβλ. λατ. malabathrum και… … Dictionary of Greek