βαθυ-λήϊος

βαθυ-λήϊος

βαθυ-λήϊος (λήϊον), mit hoher Saat, fruchtbar, Hom. einmal, τέμενος Il. 18, 550; γαῖα Ap. Rh. 1, 830; ἄρουρα Alph. 4 (IX, 110).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυλήϊος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά χωράφια με σιτηρά 2. αυτός που παράγει πολύ καρπό («πολυλήϊος ἄροσις», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λήϊον «χωράφι με σιτηρά» (πρβλ. βαθυ λήϊος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”