- δουλο-γνώμων
δουλο-γνώμων, ονος, von Knechtsgesinnung, B. A. 393, neben δουλοπρεπής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλο-γνώμων, ονος, von Knechtsgesinnung, B. A. 393, neben δουλοπρεπής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυθογνώμων — όγνωμον, Μ αυτός που έχει φρονήματα σκυθικά, που σκέπτεται σαν να είναι Σκύθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. δουλο γνώμων] … Dictionary of Greek