- δουλευτής
δουλευτής, ὁ, Diener, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλευτής, ὁ, Diener, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δουλευτής — ο (θηλ. δουλεύτρια και δουλεύτρα, η) (AM δουλευτής, Μ θηλ. δουλεύτρια, η) υπηρέτης, δούλος μσν. νεοελλ. 1. εργάτης που ζει από την αμοιβή τής εργασίας του 2. εργατικός, φιλόπονος … Dictionary of Greek
δουλευτής — ο πληθ. δουλευτάδες, θηλ. εύτρα 1. αυτός που ζει από τη δουλειά του. 2. αυτός που δουλεύει αδιάκοπα, εργατικός, δουλευτάρης: Αφέντης είν ο δουλευτής κι οι ακαμάτες σκλάβοι (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
αλετράς — ο [αλέτρι] 1. αροτροποιός, αυτός που κατασκευάζει αλέτρια 2. δουλευτής τού αλετριού, γεωργός … Dictionary of Greek
δουλευτικός — ή, ό δουλευτής, εργατικός … Dictionary of Greek
εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… … Dictionary of Greek
εργατάρης — ο [εργάτης] εργατικός, δουλευτής … Dictionary of Greek
ιδροκόπος — ο αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπος (< κόπος), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
κακοδουλευτής — ο ανίκανος δουλευτής, κακός εργάτης … Dictionary of Greek
καλοδουλευτής — ο ο πολύ ικανός στην εργασία του, ο δουλευτής … Dictionary of Greek
Λαμπίς, Εζέν — (Eugène Marin Labiche, Παρίσι 1815 – 1888). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Καταγόταν από οικογένεια Παρισινών εμπόρων και σπούδασε στο κολέγιο Μπουρμπόν. Όταν αποφοίτησε, πραγματοποίησε το πατροπαράδοτο φοιτητικό ταξίδι της εποχής,… … Dictionary of Greek