- βαθυ-τέρμων
βαθυ-τέρμων, ναῠς, tiefgehend, Opp. C. 2, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθυ-τέρμων, ναῠς, tiefgehend, Opp. C. 2, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοτέρμων — κακοτέρμων, ότερμον (Α) αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειρο τέρμων, βαθυ τέρμων] … Dictionary of Greek