- βαθυ-πλήξ
βαθυ-πλήξ, σκορπίος, tiefverwundend, Nic. bei Ael. N. A. 10, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθυ-πλήξ, σκορπίος, tiefverwundend, Nic. bei Ael. N. A. 10, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτεροπλήξ — καρτεροπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που πλήττει, που χτυπάει με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + πλήξ (< πλήξ < πλήσσω), πρβλ. βαθυ πλήξ, ορθο πλήξ] … Dictionary of Greek