- βαλσαμίνη
βαλσαμίνη, ἡ, Balsamine, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλσαμίνη, ἡ, Balsamine, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαλσαμίνη — βαλσαμίνη, η (Α) [βάλσαμον] το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων … Dictionary of Greek
βαλσαμίνη — balsaminum fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
balsamina — ► sustantivo femenino 1 BOTÁNICA Planta originaria de América, trepadora, de tallos de cerca de un metro de altura, hojas pequeñas, flores amarillas, blanquecinas o encarnadas y fruto capsular. (Momordica balsamina.) 2 BOTÁNICA Planta perenne,… … Enciclopedia Universal
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
balsamina — (Del gr. βαλσαμίνη, de βάλσαμον, bálsamo). 1. f. Planta anual de la familia de las Cucurbitáceas, con tallos de cerca de un metro de altura, sarmentosos y llenos de zarcillos trepadores, hojas pequeñas, recortadas, semejantes a las de la vid,… … Diccionario de la lengua española