δορί-κτητος

δορί-κτητος

δορί-κτητος, mit dem Speere erworben, im Kriege erbeutet, γυνή, χϑών, Eur. Andr. 155 Hec. 478 u. sp. D., wie Dion. Per. 1050; Lycophr. 933 u. öfter. Auch in späterer Prosa, wie Dion. Hal. Bei D. Sic. 3, 55. 4, 33. 18, 39 u. öfter schwankt die Lesart mit δορύκτητος; vgl. Plut. Rom. 26; Arr. An. 7, 4, 2; bei Tryphiod. 630 δορ υκτήτη; s. δουρίκτ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιόκτητος — η, ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, ον) αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο») αρχ. αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, θεό κτητος] …   Dictionary of Greek

  • εύκτητος — εὔκτητος, ον (Α) αυτός που αποκτάται ή αποκτήθηκε εύκολα και τίμια («πλοῡτος εὔκτητος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, επί κτητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”