- δορι-μήστωρ
δορι-μήστωρ, heißt Ἐνυάλιος Eur. Andr. 1016, der Schlachtenlenker.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορι-μήστωρ, heißt Ἐνυάλιος Eur. Andr. 1016, der Schlachtenlenker.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεομήστωρ — ορός, ὁ, Α 1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος ἰσχυρόφρονος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι μήστωρ, θεο μήστωρ] … Dictionary of Greek
παμμήστωρ — παμμήστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εφευρίσκει τα πάντα («παμμήστωρ μοῑρα βροτῶν», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήστωρ (< μήδομαι), πρβλ. δορι μήστωρ] … Dictionary of Greek