δορκάδειος

δορκάδειος

δορκάδειος, vom Reh, δορκάς, z. B. ἀστράγαλοι, Pol. 26, 10, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δορκάδειος — δορκάδειος, ον (Α) αυτός που ανήκει σε δορκάδα …   Dictionary of Greek

  • δορκάδειον — δορκάδειος of an antelope masc acc sg δορκάδειος of an antelope neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορκαδείους — δορκάδειος of an antelope masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορκάδεια — δορκάδειος of an antelope neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”