- δορι-θήρᾱτος
δορι-θήρᾱτος, mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῠλα Troad. 574.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορι-θήρᾱτος, mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῠλα Troad. 574.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθήρατος — εὐθήρατος, ον (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐθήρητος, ον) αυτός που θηρεύεται, συλλαμβάνεται ή κατακτάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρατος (< θηρώ «κυνηγώ»), πρβλ. δορι θήρατος, δυσ θηρατος] … Dictionary of Greek