- δορι-μανής
δορι-μανής, ές, mit dem Speere wüthend, kampfgierig; Eur. Suppl. 501; auch δορυμανής, Stob.; vgl. δουρομανής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορι-μανής, ές, mit dem Speere wüthend, kampfgierig; Eur. Suppl. 501; auch δορυμανής, Stob.; vgl. δουρομανής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθομανής — λιθομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά πολύ τους λίθους, τις λίθινες οικοδομές ή τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. δορι μανής, ιππο μανής] … Dictionary of Greek