- δορι-κανής
δορι-κανής, μόρος Aesch. Suppl. 965, der Speertod, ex em. Porson.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορι-κανής, μόρος Aesch. Suppl. 965, der Speertod, ex em. Porson.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… … Dictionary of Greek