δορατίζομαι

δορατίζομαι

δορατίζομαι, med., mit dem Speere kämpfen, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεδορατισμένον — δορατίζομαι fight with spears perf part mp masc acc sg δορατίζομαι fight with spears perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορατιζόμενοι — δορατίζομαι fight with spears pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδορατίζομαι — (Α) [δορατίζομαι] 1. αγωνίζομαι στη μάχη 2. ενοχλώ …   Dictionary of Greek

  • δορατίζω — (Μ), δορατίζομαι (Α) μσν. ρίχνω το δόρυ αρχ. μάχομαι με δόρυ …   Dictionary of Greek

  • καταδορατισθείς — κατά δορατίζομαι fight with spears aor part mp masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταδορατισθέντων — πρό , κατά δορατίζομαι fight with spears aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδορατίσει — σύν δορατίζομαι fight with spears fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”