- δορύλλιον
δορύλλιον, τό, dim. von δόρυ, Suid. v. ξυστόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορύλλιον, τό, dim. von δόρυ, Suid. v. ξυστόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορύλλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek