- δορύκνιον
δορύκνιον, τό, eine Giftpflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορύκνιον, τό, eine Giftpflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορύκνιον — Convolvulus oleaefolius neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυκνίου — δορύκνιον Convolvulus oleaefolius neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορύκνιο — το (Α δορύκνιον) το φυτό στρύχνο το μανικό αρχ. 1. το φαρμακευτικό φυτό περιαλλόκαυλο το ελαιόφυλλο 2. το φυτό μελισσόφυλλο, μελισσόχορτο 3. το ποώδες φυτό πύρεθρο … Dictionary of Greek
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μελιγγάρι — το (Μ μελιγγάρι) κοινή ονομασία τών φυτών δορύκνιον το πεντάφυλλον και μηδική η δρεπανωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melegario] … Dictionary of Greek