δορύ-παλτος

δορύ-παλτος

δορύ-παλτος, s. δορίπαλτος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλτός — παλτός, ή, όν (Α) [πάλλω] 1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν α) βέλος β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”