κοντοφόρος — κοντοφόρος, ον (ΑM) στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, λογχο φόρος] … Dictionary of Greek
κρανοφόρος — ο αυτός που φορά κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, τυφεκιο φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ιξοφόρος — ο (Α ἰξοφόρος, ον) ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.) αρχ. (για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, μισθο φόρος] … Dictionary of Greek
κατωνακοφόρος — ον (Α) (ονομ. δούλων στη Σικυώνα) αυτός που φορά κατωνάκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατωνάκη + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, πυρ φόρος] … Dictionary of Greek
ξυστοφόρος — ξυστοφόρος, ον (Α) (για ιππέα) οπλισμένος με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + φόρος*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
Doryphore — Pour les articles homonymes, voir Doryphore (homonymie). Doryphore … Wikipédia en Français
αιχμοφόρος — Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά. * * * αἰχμοφόρος, ον (Α) 1. πολεμιστής που φέρει δόρυ 2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού… … Dictionary of Greek
ζυγοφορώ — ζυγοφορῶ, έω (Α) ζυγίζω, σταθμίζω με ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + φορώ (< φορος < φέρω), πρβλ. δορυ φορώ, ευ φορώ] … Dictionary of Greek
τηλεφόρος — ον, Α αυτός που φέρεται, που ρίχνεται μακριά («τηλεφόρον δόρυ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek