δορυ-φόρος

δορυ-φόρος

δορυ-φόρος, speertragend; ὀπάων Aesch. Ch. 758; gew. ὁ δ., der Speerträger, Her. 1, 59 u. Flgd.; bes. ein Trabant, da die Leibwachen der Könige u. Tyrannen mit Speeren bewaffnet waren; βασιλικῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 8, 5, 3; s. Eur. El. 616; Ar. Equ. 448; bei Hdn. 5, 4, 14 u. sonst, wie bei Plut. Galb. 13, die römischen Prätorianer. Auch übertr., δούλαις τισὶ δορυφόροις ἡδοναῖς ξυνοικεῖ Plat. Rep. IX, 587 c; vgl. δ. τῶν τοῠ παιδὸς ἐπιϑυμιῶν ἦν Luc. tyrannic. 4. – Nach E. M. u. Hesych. ein Statist auf dem Theater; s. δορυφόρημα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοντοφόρος — κοντοφόρος, ον (ΑM) στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, λογχο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κρανοφόρος — ο αυτός που φορά κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, τυφεκιο φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • ιξοφόρος — ο (Α ἰξοφόρος, ον) ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.) αρχ. (για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, μισθο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κατωνακοφόρος — ον (Α) (ονομ. δούλων στη Σικυώνα) αυτός που φορά κατωνάκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατωνάκη + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ξυστοφόρος — ξυστοφόρος, ον (Α) (για ιππέα) οπλισμένος με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • Doryphore — Pour les articles homonymes, voir Doryphore (homonymie). Doryphore …   Wikipédia en Français

  • αιχμοφόρος — Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά. * * * αἰχμοφόρος, ον (Α) 1. πολεμιστής που φέρει δόρυ 2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοφορώ — ζυγοφορῶ, έω (Α) ζυγίζω, σταθμίζω με ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + φορώ (< φορος < φέρω), πρβλ. δορυ φορώ, ευ φορώ] …   Dictionary of Greek

  • τηλεφόρος — ον, Α αυτός που φέρεται, που ρίχνεται μακριά («τηλεφόρον δόρυ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”