δορπήϊον, τό, = δόρπον, Nic. Al. 166.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δορπήιον — δορπήιον, το (Α) το δόρπον … Dictionary of Greek
δορπήια — δορπήιον food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)