μαμμᾶν

μαμμᾶν

μαμμᾶν αἰτεῖν, zu essen fordern, Ar. Nubb. 1383, ist wohl ein inf. von μαμμάω, eigtl. von kleinen Kindern, nach der Mutterbrust verlangen, wofür auch das bei Ar. darauf folgende κακκᾶν φράσαι spricht. Vgl. auch μαμμιάω. Phot. sagt μαμμάω sei argivisch = ἐσϑίω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαμμάν — μαμμᾱν (Α) [μάμμη] 1. νηπιακή λέξη για την τροφή 2. φρ. «μαμμᾱν αἰτεῑν» (για τα νήπια) αναζήτηση τροφής, μαμ μαμ …   Dictionary of Greek

  • μαμμᾶν — μάμμη mother fem gen pl (doric aeolic) μαμμᾶν cry for food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμαν — μάμμᾱν , μάμμη mother fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] …   Dictionary of Greek

  • μαμούδι — και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι) έντομο, ζωύφιο νεοελλ. μτφ. άνθρωπος αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”