- μανία
μανία, ἡ, Raserei, Wahnsinn, auch von jeder heftigen Gemüthsbewegung, wie Liebe, Zorn, ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, Pind. N. 11, 48; φρενοπληγεῖς μανίαι, Aesoh. Prom. 881 u. öfter, wie Soph., μανίᾳ ἁλοὺς Αἴας ἀπελωβήϑη, Ai. 215, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις, in thörichtem Wahnsinn, ψαύων τὸν ϑεόν, Ant. 950; Ar., der auch den plur. braucht, Pax 65; Her., der auch adjectivisch sagt μανίη νοῦσος, 6, 75; μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα, Plat. Phil. 45 e; καὶ φιλεραστία, Conv. 213 d; auch = göttliche Begeisterung, ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, Phaedr. 245 a, τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας, Conv. 218 b; der σωφροσύνη entgegengesetzt, Prot. 323 b, vgl. Phaedr. 244 d, u. der φρόνησις, Alc. II, 139 b; μανίαν πολλὴν καταγνῶναί τινος, Isocr. 4, 133 u. Folgde; μανίαν ἐῤῥωμένην μαίνεσϑαι, Luc. adv. ind. 22, wie κοινὴν μανίαν μεμηνέναι, abdicat. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.