- δαίρω
δαίρω (vgl. δέρω), gerben, abprügeln, Ar. Nub. 442 Av. 365 Vesp. 1286; Suid. v. l. δείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίρω (vgl. δέρω), gerben, abprügeln, Ar. Nub. 442 Av. 365 Vesp. 1286; Suid. v. l. δείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίρω — δέρω skin pres subj act 1st sg (attic) δέρω skin pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary