- ξανθο-χίτων
ξανθο-χίτων, ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθο-χίτων, ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοχίτων — μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.) (μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα αρχ. (για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο… … Dictionary of Greek
υγροχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φορεί υγρό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χιτών (πρβλ. ξανθο χίτων, πολυ χίτων)] … Dictionary of Greek
φαιοχίτων — ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες τα μέλη τού γερμανικού ναζιστικού κόμματος τού Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα τής στολής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός +… … Dictionary of Greek
ξανθοχίτων — ξανθοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο χίτων)] … Dictionary of Greek