- δαλματική
δαλματική, ἡ, Meßgewand des Priesters, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαλματική, ἡ, Meßgewand des Priesters, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δαλματικῇ — Δαλματική Dalmatians fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματικῆς — Δαλματική Dalmatians fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματικήν — Δαλματική Dalmatians fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματικῶν — Δαλματική Dalmatians fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… … Dictionary of Greek
ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Δαλματικά — Δαλματικά̱ , Δαλματική Dalmatians fem nom/voc/acc dual Δαλματικά̱ , Δαλματική Dalmatians fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moiré dalmate — Pour les articles homonymes, voir Moiré. Moiré dalmate … Wikipédia en Français
δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… … Dictionary of Greek
δερματικός — ή, ό (AM δερματικός, ή, όν) ο δερμάτινος νεοελλ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα τού ανθρώπου («δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα») αρχ. 1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek