ναβλιστής

ναβλιστής

ναβλιστής, , der das Instrument νάβλας spielt, Euphor. bei Ath. IV, 182; vgl. Perizon. zu Ael. V. H. 3, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναβλιστής — ναβλιστής, ὁ, θηλ. ναβλίστρια (Α) [ναβλίζω] αυτός που παίζει τη νάβλα …   Dictionary of Greek

  • ναβλισταί — ναβλιστής player on the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναβλιστοκτυπεύς — ναβλιστοκτυπεύς, ὁ (Α) ναβλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναβλιστής + κτύπος + κατάλ. εύς αντί τού αναμενόμενου *ναβλοκτύπος (< νάβλας + κτύπος)] …   Dictionary of Greek

  • ναβλιστάς — ναβλιστά̱ς , ναβλιστής player on the masc acc pl ναβλιστά̱ς , ναβλιστής player on the masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”