δαλερός, brennend heiß, Empedocl. bei Plut. Symp. 4, 1, 3, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαλερός — ά, όν (Α) [δαλός] καυτός … Dictionary of Greek
δαλερόν — δαλερός burning masc acc sg δαλερός burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλεροῦ — δαλερός burning masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)