- ξανθό-λοφος
ξανθό-λοφος, mit gelbem Helmbusch, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξανθό-λοφος, mit gelbem Helmbusch, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικόλοφος — ον, ΜΑ αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό λοφος, χρυσό λοφος] … Dictionary of Greek
φριξολόφος — ον, Α φριξαύχην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθό λοφος, φοινικό λοφος)] … Dictionary of Greek
ξανθόλοφος — ξανθόλοφος, ον (Α) αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + λόφος «κεφαλή» (πρβλ. χρυσό λοφος)] … Dictionary of Greek