- μαμμίον
μαμμίον, τό, dim. = Vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαμμίον, τό, dim. = Vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαμμίον — μαμμίον, τὸ (Α) [μάμμη] (υποκορ. τού μαμμία) μητερούλα … Dictionary of Greek
μαμμίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμία — μαμμίᾱ , μαμμία mother fem nom/voc/acc dual μαμμίᾱ , μαμμία mother fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μαμμίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)