- μαμμία
μαμμία, ἡ, die Mutter, Ar. Lys. 879 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαμμία, ἡ, die Mutter, Ar. Lys. 879 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαμμία — μαμμίᾱ , μαμμία mother fem nom/voc/acc dual μαμμίᾱ , μαμμία mother fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μαμμίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμίᾳ — μαμμίᾱͅ , μαμμία mother fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμία — μαμμία, ἡ (Α) βλ. μάμμη … Dictionary of Greek
μαμμίαν — μαμμίᾱν , μαμμία mother fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμμιᾶν — μαμμία mother fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάμμη — η (AM μάμμη και μάμμα, Α και μαμμία, Μ και μάμμου) η γιαγιά μσν. η μαμμή μσν. αρχ. η μητέρα αρχ. ο μαστός τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας. Η ονομ. μάμμη προήλθε πιθ. από την κλητ. μάμμα (που ανάγεται σε IE *ma , ηχομίμηση για την… … Dictionary of Greek
μαμμίδιον — μαμμίδιον, τὸ (Α) [μάμμη] (υποκορ. τού μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῑδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μαμμίον — μαμμίον, τὸ (Α) [μάμμη] (υποκορ. τού μαμμία) μητερούλα … Dictionary of Greek
mā 3 — mā 3 English meaning: mother (expr. root) Deutsche Übersetzung: Lallwort for “Mutter” Note: redupl. mü̆ mü, mammü ; partly (dissimilation?) münü, mannü zweifelhaften Alters Material: O.Ind. mü “mother”; Dor. μᾶ “μῆτερ!” … Proto-Indo-European etymological dictionary