- δαμάλη
δαμάλη, ἡ, = δάμαλις, Eur. Bacch. 738; Theocr. 4, 12 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμάλη, ἡ, = δάμαλις, Eur. Bacch. 738; Theocr. 4, 12 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμάλη — δάμαλις young cow fem nom/voc sg (attic epic ionic) δάμαλις young cow fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) δαμάλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) δαμάλης subduer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλῃ — δάμαλις young cow fem dat sg (attic epic ionic) δαμάληι , δάμαλις young cow fem dat sg (epic) δαμάλη fem dat sg (attic epic ionic) δαμάλης subduer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλη — η βλ. δαμάλα … Dictionary of Greek
δάμαλαι — δαμάλη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλας — δαμάλᾱς , δάμαλις young cow fem acc pl δαμάλᾱς , δάμαλις young cow fem gen sg (doric aeolic) δαμάλᾱς , δαμάλη fem acc pl δαμάλᾱς , δαμάλη fem gen sg (doric aeolic) δαμάλᾱς , δαμάλης subduer masc acc pl δαμάλᾱς , δαμάλης subduer masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλα — η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς) αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει νεοελλ. χοντρή και ανόητη γυναίκα αρχ. μσν. παρθένα, κόρη μσν. φρ. «ἡ δάμαλις ἡ ἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο) αρχ. φρ. «δάμαλις σῡς» γουρουνόπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
δαμαλᾶν — δάμαλις young cow fem gen pl (doric aeolic) δαμάλη fem gen pl (doric aeolic) δαμάλης subduer masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαλῶν — δάμαλις young cow fem gen pl δαμάλη fem gen pl δαμάλης subduer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλαι — δάμαλις young cow fem nom/voc pl δαμάλᾱͅ , δάμαλις young cow fem dat sg (doric aeolic) δαμάλᾱͅ , δαμάλη fem dat sg (doric aeolic) δαμάλης subduer masc nom/voc pl δαμάλᾱͅ , δαμάλης subduer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλαν — δαμάλᾱν , δάμαλις young cow fem acc sg (doric aeolic) δαμάλᾱν , δαμάλη fem acc sg (doric aeolic) δαμάλᾱν , δαμάλης subduer masc acc sg (epic doric aeolic) δαμάλης subduer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάλην — δάμαλις young cow fem acc sg (attic epic ionic) δαμάλη fem acc sg (attic epic ionic) δαμάλης subduer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)