- δαμάζω
δαμάζω, = δαμάω, im praes. nachhomerisch, z. B. Aesch. Ch. 321; Xen. Mem. 4, 3, 10; dor. δαμάσδει Theocr. 4, 55; Pind. P. 11, 24; δαμάζεται Anaxand. Ath. X, 455 f. u. VI, 227 c (v. 15); s. δαμάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμάζω, = δαμάω, im praes. nachhomerisch, z. B. Aesch. Ch. 321; Xen. Mem. 4, 3, 10; dor. δαμάσδει Theocr. 4, 55; Pind. P. 11, 24; δαμάζεται Anaxand. Ath. X, 455 f. u. VI, 227 c (v. 15); s. δαμάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμάζω — overpower pres subj act 1st sg δαμάζω overpower pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάζω — δαμάζω, δάμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek
δαμάζω — ασα, άστηκα, δαμασμένος 1. τιθασεύω, εξημερώνω άγρια ζώα: Ο Μ. Αλέξανδρος μπόρεσε να δαμάσει το Βουκεφάλα. 2. πειθαρχώ, υποτάσσω: Χρειάζεται ικανότητες για να δαμάσεις τα παιδιά του νηπιαγωγείου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω: Είναι άνθρωπος που έμαθε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάζῃ — δαμάζω overpower pres subj mp 2nd sg δαμάζω overpower pres ind mp 2nd sg δαμάζω overpower pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσει — δαμάζω overpower aor subj act 3rd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind mid 2nd sg (epic) δαμάζω overpower fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσουσι — δαμάζω overpower aor subj act 3rd pl (epic) δαμάζω overpower fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δαμάζω overpower fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσω — δαμάζω overpower aor subj act 1st sg δαμάζω overpower fut ind act 1st sg (epic) δαμάζω overpower aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσσῃ — δαμάζω overpower aor subj mid 2nd sg δαμάζω overpower aor subj act 3rd sg δαμάζω overpower fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδαμασμένα — δαμάζω overpower perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδαμασμένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδαμασμένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδμημένα — δαμάζω overpower perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδμημένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδμημένᾱ , δαμάζω overpower perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) δέμω build perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδμημένᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)