- δαμαλίζω
δαμαλίζω, p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμαλίζω, p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμαλίζω — (I) εμβολιάζω με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο]. (II) δαμαλίζω (Α) [δαμάλης] δαμάζω (ατίθασα άλογα) … Dictionary of Greek
δαμαλίζω — ισα, δαμαλισμένος, εμβολιάζω κατά της ευλογιάς, βατσινώνω, μπολιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δαμαλίζεται — δαμαλίζω to subdue pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαλιζομένα — δαμαλιζομένᾱ , δαμαλίζω to subdue pres part mp fem nom/voc/acc dual δαμαλιζομένᾱ , δαμαλίζω to subdue pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκταλίζω — Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + εκφρ. κατάλ. αλ ίζω, πιθ. κατά τα: ἁρπαλίζω, δαμαλίζω] … Dictionary of Greek
δαμαλίζοι — δαμαλίζοῑ , δαμαλίζω to subdue pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)