βαβαιάξ

βαβαιάξ

βαβαιάξ, dasselbe, Ar. Ach. 64 u. öfter; Plat. com. Ath. XV, 666 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαβαιάξ — επιφών. (Α) εντονότερος τ. του βαβαί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού βαβαί, που λήγει σε ξ, όπως πολλές ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. βρεκεκέξ, κοάξ, παπαιάξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βαβαιάξ — βαβαί bless me! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”