- δανειακός
δανειακός, zum Darlehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δανειακός, zum Darlehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δανειακός — ή, ό (AM δανειακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο νεοελλ. όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική») μσν. 1. δανεικός 2. επίρρ. δανειακῶς δανεικά, με δάνειο … Dictionary of Greek
δανειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δάνειο: Η δανειακή πολιτική των τραπεζών έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανειακαῖς — δανειακός concerning loans fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακῆς — δανειακός concerning loans fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακήν — δανειακός concerning loans fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακῶς — δανειακός concerning loans adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακῷ — δανειακός concerning loans masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακάς — δανειακά̱ς , δανειακός concerning loans fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)