- δανεισμός
δανεισμός, ὁ, das Darleihen, Eur. El. 858; Plat. Rep. IX, 573 e u. A.; Wucher, δανεισμῷ χρήματα συμβάλλειν Plat. Legg. XI, 921 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δανεισμός, ὁ, das Darleihen, Eur. El. 858; Plat. Rep. IX, 573 e u. A.; Wucher, δανεισμῷ χρήματα συμβάλλειν Plat. Legg. XI, 921 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δανεισμός — money lending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») … Dictionary of Greek
δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek