- βαδιστός
βαδιστός, zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαδιστός, zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαδιστός — βαδιστός, ή, όν (Α) [βαδίζω] (για ποταμό) εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί με τα πόδια (χωρίς σχεδίες) … Dictionary of Greek
βαδιστά — βαδιστά̱ , βαδιστής goer masc nom/voc/acc dual βαδιστής goer masc voc sg βαδιστής goer masc nom sg (epic) βαδιστός that can be passed on foot neut nom/voc/acc pl βαδιστά̱ , βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc/acc dual βαδιστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβάδιστος — ον, Α πολύβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυ βάδιστος] … Dictionary of Greek
ταχυβάδιστος — ον, Α αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυ βάδιστος] … Dictionary of Greek
θεοβάδιστος — η, ο (Μ θεοβάδιστος, ον) (για τόπους) αυτός στον οποίο βάδισε, περπάτησε ο θεός («το θεοβάδιστο όρος Σινά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βαδιστός (< βαδίζω)] … Dictionary of Greek
βαδισταί — βαδιστής goer masc nom/voc pl βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστήν — βαδιστής goer masc acc sg (attic epic ionic) βαδιστός that can be passed on foot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)