μανδραγορίζω

μανδραγορίζω

μανδραγορίζω, Alraun essen, ἡ μανδραγοριζομένη, von Alraun eingeschläfert, Titel einer Comödie des Alexis, Ath. VIII, 340.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μανδραγοριζομένη — μανδραγοριζομένη, ἡ (Α) πιθ. αυτή που ήπιε μανδραγόρα 2. ως κύριο όν. Μανδραγοριζομένη τίτλος έργου τού κωμικοῡ Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδραγόρας μέσω ενός αμάρτυρου *μανδραγορίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”