μανδραγορικός

μανδραγορικός

μανδραγορικός, aus Alraunwurzel gemacht, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μανδραγορικός — μανδραγορικός, ή, όν (Α) [μανδραγόρας] παρασκευασμένος με μανδραγόρα …   Dictionary of Greek

  • μανδραγορικόν — μανδραγορικός made of mandrake masc acc sg μανδραγορικός made of mandrake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”