δαιμονιό-ληπτος

δαιμονιό-ληπτος

δαιμονιό-ληπτος, von einem Dämon besessen, Iustin. M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιμονιόληπτος — και δαιμονόληπτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + ληπτος < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”