δαιδάλεος

δαιδάλεος

δαιδάλεος (den Accent bemerkt Hdn. Περὶ μον. λέξ. p. 4, 7 und 12; von ΔΑ'Ω; zunächst entstanden aus δαιδάλειος, welches Adjectiv von ΔΑΙΔΑΛΕΎ'Σ ist, einer Nebenform zu δαίδαλος; δαιδάλεος = δαίδαλος, das Adjectiv Homerisch anstatt des Substantivs, wie παρϑενική = παρϑένος); auch 2 End.; Ep. ad. 275 (IX, 755); künstlich gearbeitet, kunstreich; ζωστήρ Il. 4, 135; ἔντεα 6, 418; ϑώρηξ 8, 195; σάκος 19, 380; κόρυς 18, 612; φόρμιγξ 9, 187 (wie Pind. P. 4, 296); χηλός 16, 222; ἅρματα 17, 448; οὔατα τρίποδος 18, 379; ϑρόνος Od. 10, 315, wie auch 1, 131 zu erklären, wo λῖτα nicht damit zu verbinden; von kunstvoller Arbeit in Metall u. Holz auch bei folgdn D. Von Weberarbeiten oder Stickereien, καλύπτρη Hes. Th. 575; πῆναι Eur. Hec. 470; übh. bunt, ἔλαφος Nonn. D. 5, 391; vgl. Alexis Ath. VII, 301 a. – Auch von der Hand des Künstlers, χείρ Plat. ep. 15 (IX, 826); vgl. τέχνη Ep. ad. 275 (IX, 755).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιδάλεος — cunningly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλέων — δαιδάλεος cunningly fem gen pl δαιδάλεος cunningly masc/neut gen pl δαιδάλλω work cunningly fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλόεν — δαιδάλεος cunningly masc voc sg δαιδάλεος cunningly neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλόεντα — δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc pl δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδαλόεις neut nom/voc/acc pl δαιδαλόεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδάλεον — δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέαις — δαιδάλεος cunningly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέαισι — δαιδάλεος cunningly fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέη — δαιδάλεος cunningly fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέην — δαιδάλεος cunningly fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέης — δαιδάλεος cunningly fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”