δαιδαλουργία

δαιδαλουργία

δαιδαλουργία, , kunstvolle Arbeit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιδαλουργία — δαιδαλουργία, η (Α) εργασία με εξαίρετη δεξιοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλουργίαν — δαιδαλουργίᾱν , δαιδαλουργία cunning workmanship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”