δαγμός

δαγμός

δαγμός, , dasselbe, Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαγμός — δαγμός, ο (Μ) το δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρέμφ. αορ. τού δάκνω)] …   Dictionary of Greek

  • δαγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαγμοῦ — δαγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαγμούς — δαγμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”