- δαιταλεύς
δαιταλεύς, ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιταλεύς, ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… … Dictionary of Greek
δαιταλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλεῖς — δαιταλεύς masc acc pl δαιταλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλῆς — δαιταλεύς masc nom pl δαιταλεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλέων — δαιταλεύς masc gen pl δαιταλέω̆ν , δαιταλεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλεῦσι — δαιταλεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλεῦσιν — δαιταλεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλευτής — δαιταλευτής, ο (Μ) [δαιταλεύομαι] 1. ο δαιταλεύς 2. ο μάγειρος … Dictionary of Greek
δαιταλεύομαι — (Μ) [δαιταλεύς] μαγειρεύομαι … Dictionary of Greek
δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek
δαιταλουργώ — δαιταλουργῶ ( έω) (AM) μαγειρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργώ < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek