- δαιτύς
δαιτύς, ὐος, ἡ, = δαίς, δαίτη, das Mahl, Homer einmal, Iliad. 22, 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιτύς, ὐος, ἡ, = δαίς, δαίτη, das Mahl, Homer einmal, Iliad. 22, 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιτύς — ( ύος), η (Α) η δαίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II), με το ιωνικό επίθημα τυς (πρβλ. εδητύς)] … Dictionary of Greek
δαιτύν — δαιτύς a meal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτύος — δαιτύς a meal fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… … Dictionary of Greek
συνδαιτυμόνας — ο, η / συνδαιτυμών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαιτυμών, όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)] … Dictionary of Greek
dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… … Proto-Indo-European etymological dictionary