δαιτυμών

δαιτυμών

δαιτυμών, όνος, ὁ, der Schmausende, der Tischgenosse, der Gast; ἀνδρῶν δαιτυμόνων Hom. Odyss. 15, 467, ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιν 22, 12; ohne ἀνήρ Odyss. 7, 102. 148. 8, 66. 473. 9, 7. 17, 605. In der unächten Stelle Odyss. 4, 621 nahmen Einige δαιτυμόνες = Köche, s. Scholl. und vgl. Wolf. Prolegg. p. 131 Spohn De extrema parte Odyss. p. 9 Nitzsch Anm. zu der Stelle. – Her. 1, 73. 119, öfter; Eur. Cycl. 605; comici; Plat. Rep. I, 345 c u. Sp., wie Luc. Parasit. 10; Sp. Dichter auch von Thieren, s. Lehrs Aristarch. p. 165.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… …   Dictionary of Greek

  • δαιτυμών — one that is entertained masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνα — δαιτυμών one that is entertained masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνας — δαιτυμών one that is entertained masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνες — δαιτυμών one that is entertained masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνεσι — δαιτυμών one that is entertained masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνεσσι — δαιτυμών one that is entertained masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνι — δαιτυμών one that is entertained masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνος — δαιτυμών one that is entertained masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόνων — δαιτυμών one that is entertained masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιτυμόσι — δαιτυμών one that is entertained masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”