- δακτυλιαῖος
δακτυλιαῖος, einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλιαῖος, einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακτυλιαίος — α, ο (Α δακτυλιαῑος, α, ον) [δάκτυλος] όποιος έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου αρχ. φρ. «δακτυλιαῑα μέρη τοῡ σώματος» τα χέρια και τα πόδια … Dictionary of Greek
δακτυλιαίων — δακτυλιαῖος of a finger s length fem gen pl δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιαίοις — δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιαίου — δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιαίους — δακτυλιαῖος of a finger s length masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιαίῳ — δακτυλιαῖος of a finger s length masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιαία — δακτυλιαίᾱ , δακτυλιαῖος of a finger s length fem nom/voc/acc dual δακτυλιαίᾱ , δακτυλιαῖος of a finger s length fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλιαίας — δακτυλιαίᾱς , δακτυλιαῖος of a finger s length fem acc pl δακτυλιαίᾱς , δακτυλιαῖος of a finger s length fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… … Dictionary of Greek
δακτυλιαίαν — δακτυλιαίᾱν , δακτυλιαῖος of a finger s length fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)