- δακρύδιον
δακρύδιον, τό, dim. zum vorigen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακρύδιον, τό, dim. zum vorigen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δακρύδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυδίου — δακρύδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυδίων — δακρύδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρύδιο — το (Α δακρύδιον) μικρό δάκρυ νεοελλ. 1. το σημείο συναντήσεως τής πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και τής μετωποδακρυϊκής ραφής 2. γένος κωνοφόρων φυτών 3. γένος μυτιλιδών μαλακίων αρχ. γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως… … Dictionary of Greek