δακρυ-πλώω

δακρυ-πλώω

δακρυ-πλώω, eigtl. in Thränen schwimmen; von Trunkenen, denen die Augen übergehen; Od. 19, 122 φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ, ἅπαξ εἰρημέν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακρυπλώω — (Α) (για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”