βαναυσία

βαναυσία

βαναυσία, , das Handwerk, Her. 2, 165; vgl. 177 u. βάναυσος, Poll. 1, 50; das Handwerksmäßige, Mechanische, Geistlose, Gemeine, β. ἦϑος ἀποτρέπει ἐλεύϑερον Plat. Legg. V, 741 e; vgl. Rep. IX, 590 c; der παιδεία entgegengesetzt Arist. Pol. 6, 2; als ὑπερβολὴ μεγαλοπρεπείας bezeichnet, Eth. Nic. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαναυσία — βαναυσίᾱ , βαναυσία handicraft fem nom/voc/acc dual βαναυσίᾱ , βαναυσία handicraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσία — βαναυσία, η (Α) [βάναυσος] Ι. χειρωναξία 2. συνεκδ. τρόπος συμπεριφοράς του χειρώνακτος, έλλειψη ανατροφής και καλών τρόπων, αμορφωσιά 3. αγυρτεία, τσαρλατανισμός …   Dictionary of Greek

  • βαναυσίᾳ — βαναυσίαι , βαναυσία handicraft fem nom/voc pl βαναυσίᾱͅ , βαναυσία handicraft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσίας — βαναυσίᾱς , βαναυσία handicraft fem acc pl βαναυσίᾱς , βαναυσία handicraft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσίαι — βαναυσία handicraft fem nom/voc pl βαναυσίᾱͅ , βαναυσία handicraft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσίαν — βαναυσίᾱν , βαναυσία handicraft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσίην — βαναυσία handicraft fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσίης — βαναυσία handicraft fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Banausos — (Ancient Greek polytonic|βάναυσος, plural polytonic|βάναυσοι, banausoi ) is an epithet of the class of manual laborers or artisans in Ancient Greece. The related abstract noun polytonic|βαναυσία ndash; banausia is defined by Hesychius as every… …   Wikipedia

  • βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …   Dictionary of Greek

  • ՈՍԿԵՎԱՃԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0520 Chronological Sequence: Unknown date ՈՍԿԵՎԱՃԱՌՈՒԹԵԱՆ ԱՐՀԵՍՏ. βαναυσία ars, quae ad caminum exercetur Քիմիականութիւն խօլական. կորուստո ոսկւոյ ի գիւտ նորա հրով ի զուր. *Ոսկեվաճառութեան արհեստն ի բաց դարձուցանէ զազատագոյն բարս (իբրեւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”