- βαναυσικός
βαναυσικός, handwerksmäßig, τέχναι, handwerksmäßig betriebene Künste, Handwerke, Xen. Oec. 4, 2 Conv. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαναυσικός, handwerksmäßig, τέχναι, handwerksmäßig betriebene Künste, Handwerke, Xen. Oec. 4, 2 Conv. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαναυσικός — βαναυσικός, ή, όν (Α) [βάναυσος] 1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα 2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική η χειρωναξία 3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν η χειρωναξία … Dictionary of Greek
βαναυσικωτέρων — βαναυσικός of fem gen comp pl βαναυσικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσικῶν — βαναυσικός of fem gen pl βαναυσικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσικόν — βαναυσικός of masc acc sg βαναυσικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσικαί — βαναυσικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσικῆς — βαναυσικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσικῇ — βαναυσικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσικήν — βαναυσικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Banausos — (Ancient Greek polytonic|βάναυσος, plural polytonic|βάναυσοι, banausoi ) is an epithet of the class of manual laborers or artisans in Ancient Greece. The related abstract noun polytonic|βαναυσία ndash; banausia is defined by Hesychius as every… … Wikipedia
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
ԴԱՐԲՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0604 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c ա. χαλκευτικός fabrilis Սեպհական դարբնաց եւ դարբնաթեան. *Ոմանք յարուեստից գործականք են. հիւսնական, դարբնական. Փիլ. այլաբ.: *Դարբնական փուք. Շ. թղթ.: Կամ βάναυσος, βαναυσικός… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)